καλοκἀγαθία

καλοκἀγαθία
κᾰλοκἀγᾰθ-ία, ,
A the character and conduct of a καλὸς κἀγαθός (v. καλοκἀγαθός), nobleness, goodness, X.Mem.1.6.14, Arist.EN 1124a4, al., Poll.4.10; freq. in Inscrr., ἁ ποτὶ τοὺς Ἕλλανας κ. SIG 558.15 (Ithaca, found at Magn. Mae.); ἀρετᾶς ἕνεκεν καὶ κ. τᾶς εἴς τινας ib.649 (Olymp.); τῆς πόλεως κ., opp. ἡ Φιλίππου κακία, D.18.93, cf. lsoc.1.6, D.25.24; opp. ῥᾳδιουργία, X.Ages.11.6: pl., ἀρεταὶ καὶ κ. Phld.Rh.2.33S.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καλοκαγαθία — καλοκαγαθίᾱ , καλοκαγαθία fem nom/voc/acc dual καλοκαγαθίᾱ , καλοκαγαθία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλοκἀγαθία — καλοκἀγαθίᾱ , καλοκἀγαθία the character and conduct of a fem nom/voc/acc dual καλοκἀγαθίᾱ , καλοκἀγαθία the character and conduct of a fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καλοκαγαθία —         (kalokagathia) (греч.) идеал физич. и нравств. совершенства.         см. Калокагатия. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 …   Философская энциклопедия

  • καλοκαγαθία — η (Α καλοκἀγαθία, Μ καλοκαγαθία) [καλοκάγαθος] η ιδιότητα τού καλοκάγαθου, η φύση, ο χαρακτήρας και η νοοτροπία τού καλού και αγαθού ανθρώπου, καλοσύνη, αγαθότητα, χρηστότητα, ευγένεια αρχ. εκδήλωση αγαθής προθέσεως προς κάποιον, επιεικής και… …   Dictionary of Greek

  • καλοκαγαθίᾳ — καλοκαγαθίαι , καλοκαγαθία fem nom/voc pl καλοκαγαθίᾱͅ , καλοκαγαθία fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλοκἀγαθίᾳ — καλοκἀγαθίαι , καλοκἀγαθία the character and conduct of a fem nom/voc pl καλοκἀγαθίᾱͅ , καλοκἀγαθία the character and conduct of a fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλοκαγαθίας — καλοκαγαθίᾱς , καλοκαγαθία fem acc pl καλοκαγαθίᾱς , καλοκαγαθία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλοκἀγαθίας — καλοκἀγαθίᾱς , καλοκἀγαθία the character and conduct of a fem acc pl καλοκἀγαθίᾱς , καλοκἀγαθία the character and conduct of a fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλοκαγαθίαι — καλοκαγαθία fem nom/voc pl καλοκαγαθίᾱͅ , καλοκαγαθία fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλοκἀγαθίαι — καλοκἀγαθία the character and conduct of a fem nom/voc pl καλοκἀγαθίᾱͅ , καλοκἀγαθία the character and conduct of a fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλοκαγαθίαν — καλοκαγαθίᾱν , καλοκαγαθία fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”